- πλιστονίκης
- ὁ, Αβλ. πλειστονίκης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλειστονίκης — και πλιστονίκης, ὁ, Α αυτός που νίκησε σε πάρα πολλούς αγώνες ή σε πάρα πολλά αγωνίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + νίκης (< νίκη)] … Dictionary of Greek